- τελετή
- Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Διόνυσου και της Νίκαιας, κόρης του Σαγγάριου και της Κυβέλης. Η Τ. ακολουθούσε από πολύ μικρή τον πατέρα της, γιατί της άρεσαν οι νυχτερινοί χοροί, οι γιορτές και οι διασκεδάσεις. Ο Παυσανίας αναφέρει στα Βοιωτικά του (Θ΄ 30-4) πως κοντά στο άγαλμα του Ορφέα στον Ελικώνα υπήρχε και άγαλμα της T., και γύρω τους υπήρχαν θηρία από πέτρα και χαλκό, που άκουγαν το τραγούδι του Ορφέα.
* * *η, ΝΑ(στην αρχαία Ελλάδα)1. θρησκευτική εορτή ή μυστηριακή ιεροτελεστία («τά γὰρ μυστήρια πασών τιμιωτάτη τελετή», Αριστοτ.)2. το πρώτο στάδιο τής μύησης στα ελευσίνια μυστήριανεοελλ.1. (λειτ.) η τέλεση μυστηρίου ή άλλης ιερής ακολουθίας σύμφωνα με την καθιερωμένη εκκλησιαστική τάξη και γενικότερα το σύνολο τών τύπων σύμφωνα με τους οποίους εκδηλώνεται η προς τον θεό λατρεία, ιερουργία, ιεροτελεστία (α. «η τελετή τού γάμου» β. «η τελετή τής Ανάστασης»)2. (κοινων.-ανθρωπολ.) α) καθιερωμένη σειρά ενεργειών με συμβολικό συνήθως χαρακτήρα που συνοδεύουν μια πανηγυρική, αστική, στρατιωτική, θρησκευτική εορτήβ) η ίδια η εορτή (α. «η τελετή τής απονομής τών επάθλων» β. «η τελετή τής κατάδυσης τού Τιμίου Σταυρού»)αρχ.1. τελείωση, τελειοποίηση κάποιου, ιδίως με μύησή του στα μυστήρια (α. «μέλλοντι δὲ ἐς χεῑρας ἄγεσθαι τὴν τελετήν», Ηρόδ.β. «oἱ ἐν τῇ τελετῇ τῶν Κορυβάντων», Πλάτ.)2. είδος ιερατείας ή ιερού υπουργήματος3. θεολογικό δόγμα4. η ανάδειξη κάποιου με μαγικά μέσα5. στον πληθ. αἱ τελεταίμυστικές πράξεις τελούμενες κατά τη μύηση («καθαρμῶν καὶ τελετῶν τυχοῡσα», Πλάτ.)6. φρ. «πρωτόγονος τελετή» — η γέννηση, ο τοκετός (Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. τού τέλος* (πρβλ. και λ. τέλομαι) με επίθημα -τή, βλ. λ. -τος (για τον σχηματισμό τής λ. πρβλ. και γένος: γενετή)].
Dictionary of Greek. 2013.